- ἰνδαλμός
- ἰνδαλμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ινδαλμός — ἰνδαλμός, ὁ (Α) [ινδάλλομαι] 1. το ίνδαλμα 2. στον πληθ. Ἰνδαλμοί τίτλος ποιήματος τού Φλιασίου Τίμωνος … Dictionary of Greek
ἰνδαλμοῖς — ἰνδαλμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμοῖσι — ἰνδαλμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμοί — ἰνδαλμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμούς — ἰνδαλμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνδαλμόν — ἰνδαλμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)